- συσκήνωσις
- συσκήν-ωσις, εως, ἡ,A lodging together, dub. in CIG3069.30 ([place name] Teos).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συσκήνωσις — ώσεως, ἡ, Α [συσκηνῶ (II)] η διαμονή στην ίδια σκηνή, η συγκατοίκηση … Dictionary of Greek